Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίθεος
1 εγγραφή
ημίθεος ο [imíθeos] Ο20 : μυθικός ήρωας του οποίου ο ένας από τους δύο γονείς ήταν θεός. || (μτφ.) για άντρα που ξεπερνάει σε γενναιότητα ή ομορφιά τα ανθρώπινα μέτρα.

[λόγ. < αρχ. ἡμίθεος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες