Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβλέπω
1 εγγραφή
διαβλέπω [δiavlépo] Ρ αόρ. διέβλεψα και διείδα, απαρέμφ. διαβλέψει : διακρίνω κτ. πριν να συμβεί ή πριν να εκδηλωθεί πλήρως, με βάση ορισμένες ενδείξεις ή / και με προσεκτική και οξυδερκή παρατήρηση: ~ κινδύνους / ύποπτους σκοπούς. Διέβλεψε / διείδε την πορεία των γεγονότων / των εξελίξεων.

[λόγ. < αρχ. διαβλέπω `βλέπω καθαρά΄ σημδ. γαλλ. entrevoir ή γερμ. durchsehen, durchschauen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες