Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασκαλος
1 εγγραφή
δάσκαλος ο [δáskalos] Ο20α θηλ. δασκάλα [δaskála] Ο25α : 1α. αυτός που διδάσκει κπ., που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις: ~ της μουσικής / του χορού / της οδήγησης. Παίρνουν δάσκαλο στο σπίτι. || (ειδικότ.) αυτός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. ΦΡ βρίσκω το δάσκαλό μου, για κπ. επιτήδειο και ικανό που υποσκελίζεται από άλλον ικανότερό του. απ΄ τ΄ αυτί και στο δάσκαλο, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση και με πειθαναγκασμό. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες* και νόμο δεν εκράτεις. M΄ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, οι συναναστροφές, οι επαφές με μεγαλύτερους και εμπειρότερους διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των νεοτέρων, συνήθ. όταν οι επιδράσεις αυτές είναι αρνητικές. || Mη μου κάνεις εμένα το δάσκαλο. β. αυτός που ως δάσκαλος έχει την ιδιαίτερη ικανότητα να μεταδίδει γνώσεις, να είναι σαφής και κατανοητός: Είναι πολύ καλός επιστήμονας, αλλά κακός ~. 2α. αυτός που με το έργο του ή με την προσωπικότητά του επηρεάζει και καθοδηγεί: Ευτύχησα να έχω στο πανεπιστήμιο σπουδαίους δασκάλους. Ο Kουν υπήρξε μεγάλος ~ του θεά τρου. Δάσκαλε, ως τιμητική προσφώνηση. β. αυτός που είναι έμπειρος, πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.: Είναι ~ στο τένις / στην ψευτιά. δασκαλάκος ο YΠΟKΟΡ 1. ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος. 2. περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος. δασκαλίτσα η YΠΟKΟΡ 1. η νεαρή και συνήθ. άπειρη δασκάλα. 2. περιφρονητικά, η ανεπαρκής δασκάλα.

[1: μσν. δάσκαλος < αρχ. διδάσκαλος με απλολ. [δiδa > δa] · 2: λόγ. σημδ. γαλλ. maître· δάσκαλ(ος) -α· δάσκαλ(ος) -άκος· δασκάλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες