Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιώτα
3 εγγραφές [1 - 3]
γιώτα το [jóta] Ο (άκλ.) : ονομασία του ένατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και I, ι): Kεφαλαίο / μικρό ~. (έκφρ.) δεν άλλαξε ούτε ένα ~, για γραπτό ή προφορικό λόγο που μεταδόθηκε αυτολεξεί ή για κτ. που παραμένει αναλλοίωτο ως προς το ουσιαστικό του περιεχόμενο.

[λόγ. < αρχ. ἰῶτα (με λαϊκή τροπή [i > j] : σύγκρ. γιατρός) σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. jōdh· (δες και I)]

γιωταχής ο [jotaxís] Ο8 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) κάτοχος αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης: Οι γιωταχήδες διαμαρτύρονται για την αύξηση των ασφαλίστρων.

[γιωταχ(ί) -ής]

γιωταχί το [jotaxí] Ο (άκλ.) : (προφ.) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης.

[αρκτικόλ. Ι(διωτικής) Χ(ρήσης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες