Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βήτα το [víta] Ο (άκλ.) : η ονομασία του δεύτερου γράμματος του νεοελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και B, β): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < αρχ. βῆτα (σημιτ. προέλ., πρβ. αραμ. bēthā΄) προφ. [bε:ta], μετά την ελνστ. εποχή: [vita] · (δες και Β)]
- βητάς ο [vitás] Ο1 : (στρατ., προφ.) αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχολή και βρίσκεται στο δεύτερο έτος σπουδών. || (επέκτ.) υποψήφιος δόκιμος που διανύει το δεύτερο δίμηνο της εκπαίδευσής του.
[βήτ(α) -άς]