Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιληστής
1 εγγραφή
αρχιληστής ο [arxilistís] Ο7 : αρχηγός συμμορίας ληστών· λήσταρχος.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιλFηστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες