Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιταλαντεύομαι
1 εγγραφή
αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] Ρ5.1β : διστάζω, δεν μπορώ να αποφασίσω, να επιλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο δυνατότητες κτλ.: Για πολύ ώρα αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να φύγει ή όχι.

[λόγ. μέσο < ελνστ. ἀμφιταλαντεύω `ισοζυγίζω΄ σημδ. γαλλ. vaciller]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες