Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έψιλον
1 εγγραφή
έψιλον το [épsilon] Ο (άκλ.) : ονομασία του πέμπτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ε, ε): Mικρό / κεφαλαίο ~.

[λόγ. < μσν.(;) έψιλον < ελνστ. ἐψιλόν (με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) < ελνστ. ἔ ψιλόν `σκέτο ε΄ για ορθογρ. διάκρ. από τον αρχ. δίφθ. αι που την ελνστ. εποχή είχε συμπέσει στην προφ. με το ε ( [e], σύγκρ. ύψιλον)· (δες και Ε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες