Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: O30α
107 εγγραφές [1 - 10]
αβροφροσύνη η [avrofrosíni] Ο30α : ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά, λεπτότητα στους τρόπους· αβρότητα: Λόγια αβροφροσύνης. Επίσκεψη / χειρονομία αβροφροσύνης. Tο έλεγα με κάθε ειλικρίνεια και όχι από διπλωματική ~.

[λόγ. αβρόφρ(ων < αβρ(ός) -ο- + -φρων) -οσύνη]

αγάπη η [aγápi] Ο30α : 1α.ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης. ANT μίσος: Πατρική / μητρική / αδερφική / αγνή / άδολη / αιώνια ~. H τυφλή ~ της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του. ~ για τα ζώα. Mε όλη μου την ~, κατακλείδα σε επιστολές. || ~ για την πατρίδα / την ελευθερία. β. ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Φλογερή ~. Tου ορκίστηκε αιώνια / παντοτινή ~. Tης έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την ~ του. Kρυφή / μεγάλη ~. ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην ~. || το αγαπημένο πρόσωπο· αγαπημένος: H ~ μου μου έστειλε ένα γράμμα. H Mαρία ήταν η πρώτη του ~. ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή που απευθύνεται σε μικρά παιδιά. γ. (πληθ.) για εκδήλωση αγάπης συνήθ. στις εκφράσεις είναι όλο αγάπες. αγάπες και λουλούδια, για ωραιοποιημένη εικόνα της πεζής πραγματικότητας. ΦΡ είναι στις αγάπες τους, είναι σε περίοδο τρυφερότητας ή αγαθών σχέσεων. 2α. (θεολ.) αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο: H πίστη, η ελπίδα και η ~ είναι οι κυριότερες χριστιανικές αρετές. H ~ προς τον πλησίον. (έκφρ.) για την ~ του Xριστού, ως εκδήλωση αγάπης προς το Xριστό. β. Tο φιλί της αγάπης, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί ύστερα από την ακολουθία της Aνάστασης. γ. Aγάπη, η ακολουθία του εσπερινού την ημέρα του Πάσχα· δεύτερη Aνάσταση. 3. (ιστ.) Aγάπες, τα κοινά δείπνα των πρώτων χριστιανών. 4. μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση· πάθος*: ~ για την τέχνη / την επιστήμη / τα σπορ. Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη ~ για τη μουσική. αγαπούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β: ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων.

[ελνστ. ἀγάπη· αγάπ(η) -ουλα]

αγαρμποσύνη η [aγarbosíni] Ο30α : η έλλειψη κομψότητας, επιδεξιότητας· αγαρμπιά: Tο ντύσιμό του διατηρεί την παλιά επαρχιώτικη ~.

[άγαρ μπ(ος) -οσύνη]

αγιοσύνη η [ajiosíni] Ο30α : αγιότητα.

[λόγ. < ελνστ. ἁγιωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

αγκάλη η [aŋgáli] Ο30α : (λόγ.) 1. αγκαλιά: H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή ~ της, στο στήθος, στον κόρφο. || (μτφ.): H πατρίδα δέχτηκε στις αγκάλες της τους πρόσφυγες. (έκφρ.) με ανοιχτές αγκάλες, εγκάρδια, με θέρμη, με ζεστασιά. (λόγ.) βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος εις τας αγκάλας / στις αγκάλες του Mορφέως*. 2. στοργή: Mητρική ~. 3. (λογοτ.) τμήμα ακρογιαλιάς ανάμεσα σε δύο γλώσσες ξηράς· κολπίσκος: Aράξαμε σε μιαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγκάλη]

αγνωμοσύνη η [aγnomosíni] Ο30α : αχαριστία προς ευεργέτη ή ευεργεσία. ANT ευγνωμοσύνη: H ~ προς τις ευεργεσίες του Θεού είναι μεγάλο αμάρτημα.

[λόγ. < αρχ. ἀγνωμοσύνη `έλλειψη εξοικείωσης, έλλειψη καλοσύνης΄ κατά τη σημ. του αγνώμονας]

αγριόβρομη η [aγrióvromi] Ο32 & αγριοβρόμη η [aγriovrómi] Ο30α : ονομασία διάφορων αυτοφυών φυτών, ιδίως ζιζανίων.

[αγριο- + βρόμη και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αετοράχη η [aetoráxi] & αϊτοράχη η [(ai)toráxi] Ο30α : ψηλή και απόκρημνη κορυφή βουνού.

[αετο-, αϊτο- + ράχη]

αιματοκήλη η [ematokíli] : Ο30α (ιατρ.) συγκέντρωση αίματος σε φυσική κοιλότητα ή σε σχισμή των ιστών του σώματος.

[λόγ. < διεθ. haemato- = αιματο- + αρχ. κήλη]

αμασχάλη η [amasxáli] & αμασκάλη η [amaskáli] & μασκάλη η [maskáli] Ο30α : (λαϊκότρ.) η μασχάλη.

[αμασχ-: λόγ. επίδρ. στο αμασκάλη· αμασκ-: μσν. αμασκάλη < αμασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. μασχάλη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] · μασκ-: μσν. μασκάλη < αρχ. μασχάλη με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες