Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: O29α
9 εγγραφές [1 - 9]
βοή η [voí] & βουή η [vuí] Ο29α : συνεχής θόρυβος· βούισμα, βουητό. α. συγκεχυμένος, ακαθόριστος ήχος: H ~ του δρόμου / του πλήθους / της μάχης. (έκφρ.) διά βοής, με φωνές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας: Tο ψήφισμα εγκρίθηκε διά βοής από τους συγκεντρωμένους. β. υπόκωφος ήχος: H ~ της θάλασσας / των κυμάτων / του ποταμού.

[αρχ. βοή· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.]

ειδή η [iδí] Ο29α : (λαϊκότρ., λογοτ.) η όψη ή η έκφραση του προσώπου: Aνθρώπινη / θεϊκιά / αγγελική / χλωμή / σεβάσμια / άγρια ~.

[αρχ. εrδος `ανθρώπινη μορφή΄ με επίδρ. της λ. μορφή]

ζωγραφική η [zoγrafikí] Ο29α : η τέχνη της αναπαράστασης μιας πραγματικής ή φανταστικής εικόνας με γραμμές και χρώματα, κυρίως αυτής που επιδιώκει ένα αισθητικό αποτέλεσμα: H ~ είναι μία από τις καλές τέχνες. Έχει ταλέντο στη ~. Έργο / πίνακας ζωγραφικής. Σχολή / εργαστήριο / ατελιέ / χρώματα / πινέλα / μουσαμάς / καβαλέτο ζωγραφικής. Έκθεση ζωγραφικής. ~ άγιων εικόνων, αγιογραφία. ~ τοπίων, τοπιογραφία. ~ με ελαιοχρώματα, ελαιογραφία. || σύνολο έργων ζωγραφικής ορισμένης τεχνοτροπίας, εποχής κτλ.: Λαϊκή / ναΐφ / πριμιτιβιστική ~. Aκαδημαϊκή / μοντέρνα / ανεικονική ~. Σχολή / ρυθμός ζωγραφικής. Εξπρεσιονιστική / ιμπρεσιονιστική / νατουραλιστική / κυβιστική / σουρεαλιστική / ~. H ~ της Aναγέννησης.

[ελνστ. ζωγραφική (ενν. τέχνη), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄]

μωαμεθανός ο [moameθanós] Ο17 θηλ. μωαμεθανή [moameθaní] Ο29α : οπαδός του μωαμεθανισμού· μουσουλμάνος. || (ως επίθ.): Mωαμεθανοί προσκυνητές.

[λόγ. Μωάμεθ -ανός μτφρδ. γαλλ. mahométan (πρβ. μσν. Μωαμεθίτης < Μωάμεθ -ίτης)· λόγ. μωαμεθαν(ός) -ή]

οδοντιατρική η [oδondiatrikí] Ο29α : 1. επιστήμη που ασχολείται με τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας των δοντιών: Συνέδριο οδοντιατρικής. 2. το τμήμα οδοντιατρικής του πανεπιστημίου και το αντίστοιχο μάθημα: Πέρασε στην ~.

[λόγ. οδοντ(ο)- + ιατρική]

προσμονή η [prozmoní] Ο29α : (λογοτ.) αναμονή, με υπομονή και ελπίδα, για κτ. καλό, επιθυμητό: Zει με την ~ να ξαναδεί το γιο της.

[προσ(μένω) -μονή κατά το σχ.: παραμένω - παραμονή]

προσοχή η [prosoxí] Ο29α : 1α. (και ψυχ.) στροφή του νου σε ένα ερέθισμα (διανόημα, εντυπώσεις κτλ.): Iδιότητες της προσοχής είναι η ένταση, η έκταση, η διάρκεια και η κίνηση. Συγκεντρώνω την ~ μου στη μελέτη του βιβλίου. Παρακολουθώ με τεταμένη (την) ~ τον ομιλητή. Οι θόρυβοι αποσπούν την ~ μου. H ~ μου διασπάται εύκολα. Tα δυνατά χρώμα τα κινούν / τραβούν την ~ του παιδιού. || (επιφωνηματικά, ως προτροπή για να προσέξουμε κτ.): ~, θα σας ανακοινώσω τα αποτελέσματα. Δε δόθηκε η δέουσα ~, η αναγκαία, η απαραίτητη. Οι ενέργειες έγιναν με τη δέουσα ~. (λόγ. έκφρ.) μετά προσοχής, προσεκτικά. β. (ειδικότ.) β1. προσπάθεια να αποφύγουμε κπ. κίνδυνο. ANT απροσεξία: Bαδίζει με πολλή ~, για να μην πέσει. Xρειάζεται μεγάλη ~, όταν οδηγείς σε παγωμένο δρόμο. Σου εφιστώ την ~ στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσεις. || (ελλειπτικά): ~ στα κρυολογήματα / στις παρέες σου / μην πέσεις. || (επιφωνηματικά, ως προειδοποίηση): ~! / ~ κίνδυνος! β2. επιμέλεια, φροντί δα: Mεγάλωσε τα παιδιά της με πολλή ~. Έπιπλα δουλεμένα με ~. β3. περίσκεψη, σύνεση: Xρειάζεται ~, όταν αγοράζεις μετοχές. Tου μίλησα με πολ λή ~, για να μην τον στενοχωρήσω. β4. ενδιαφέρον: Προσπαθούν να στρέψουν την ~ του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα. Δε δίνω ~ σε ό,τι λέει, σημασία. 2. στάση προσοχής, με ακίνητο το σώμα σε όρθια θέση, με ενωμένα τα πόδια και με τα χέρια ίσια προς τα κάτω, να εφάπτονται στο σώμα: Στέκομαι ~, σε στάση προσοχής, και ως έκφραση, για εκδήλωση σεβασμού και υπακοής μπροστά σε κπ.: Όταν έβλεπαν τον πατέρα / το δάσκαλο, όλοι στέκονταν ~. || (στρατ., γυμν.) παράγγελμα για να σταθεί κάποιος σε στάση προσοχής, σε αντιδιαστολή προς την ανάπαυση και την ημιανάπαυση.

[λόγ.: 1: αρχ. προσοχή· 2: σημδ. αγγλ. attention]

υπακοή η [ipakoí] Ο29α : η συμμόρφωση προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου: Ορκίστηκε ~ στους νόμους της πατρίδας. Tου οφείλεις τυφλή ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑπακοή]

φαρμακευτική η [farmakeftikí] Ο29α : 1. επιστήμη με αντικείμενο τη σύνθεση, τη χρήση και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων: Οι πρόοδοι της φαρμακευτικής. Συνέδριο φαρμακευτικής. 2. το τμήμα φαρμακευτικής του πανεπιστημίου, το αντίστοιχο μάθημα και το βιβλίο: Πέρασε στη ~. Εξετάσεις στη ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. φαρμακευτική· 2: σημδ. γαλλ. pharmacie (δες στο φαρμακείο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες