Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: O25α
1.170 εγγραφές [1 - 10]
αβάντα η [avánda] Ο25α : 1α.(προφ.) πλεονέκτημα: Aυτή η δουλειά έχει πολλές αβάντες. β. κέρδος, όφελος που συνήθ. προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία· μίζα: Άμα σου τελειώσω τη δουλειά, τι ~ θα πάρω; 2. (σπάν.) υποστήριξη συνήθ. έμμεση, μέσο, αβάντζα: Είχε ~ και μπήκε στη Σχολή. 3. (θέατρ.) σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθ. φανταχτερά μέσα.

[παλ. ιταλ. avant(are) ή βεν. vant(arse) `καυχιέμαι΄ (αναδρ. σχημ.)]

αβάντζα η [avándza] & αβάντσα η [avántsa] Ο25α : (προφ.) 1. προκαταβολή μισθού, οφειλής ή χρέους· μπροστάντζα: Πήρα ~ τρία χιλιάρικα. 2. αβάντα2. 3. συγκαταβατικό φέρσιμο: Δε θα δεχτώ να μου κάνει τέτοιες αβάντσες αυτός ο τιποτένιος.

[αβαντσ(άρω) `προκαταβάλλω΄ (αναδρ. σχημ.) < ιταλ. avanzar(e) `είμαι πιστωτής΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

αγάντα η [aγánda] Ο25α : (ναυτ.) στήριγμα, πάσσαλος ή κρίκος για το δέσιμο των πλοίων: Tο μουράγιο έχει πολλές αγάντες.

[< αγάντα (άκλ.)]

αγγουροντομάτα η [aŋgurodomáta] Ο25α : σαλάτα με αγγούρι και ντομάτα· αγγουροντοματοσαλάτα.

[αγγούρ(ι) -ο- + ντομάτα]

αγγουροντοματοσαλάτα η [aŋgurodomatosaláta] Ο25α : σαλάτα με αγγούρι και ντομάτα· αγγουροντομάτα.

[αγγούρ(ι) -ο- + ντομάτ(α) -ο- + -σαλάτα]

αγιαστούρα η [ajastúra] & αγιαστήρα η [ajastíra] Ο25α : δέσμη από βασιλικό που ο ιερέας βουτάει σε αγιασμένο νερό: Mε την ~ ο παπάς ραντίζει το εκκλησίασμα / το καινούριο κτίριο / το καινούριο σκάφος.

[ελνστ. ἁγια στ(ήριον) `ιερός χώρος΄ > μσν. *αγιαστ-ούριν (κατά το επίθημα -ού ρι(ο)ν) > μεγεθ. -α· μσν. αγιαστήρ(ιον) μεγεθ. ]

αγκλίτσα η [aglítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) γκλίτσα.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀγκύλ(ος, -η) -ίτσα με συγκ. του άτ. [i] ]

αγκούσα η [aŋgúsa] Ο25α : (λογοτ.) 1. δυσκολία στην αναπνοή, δυσφορία, δύσπνοια, αγκομαχητό1, λαχάνιασμα εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης, συγκίνησης κτλ.: Tον έπνιγε η ~. Tα μάτια του έκαιγαν, η ανάσα του είχε γίνει ~, δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθαινε. 2. βογκητό, στεναγμός, αγκομαχητό2: Γυναικείες φωνές ανάκατες με κλάματα κι αγκούσες. H ~ της αντηχούσε μακριά. || ~ του νερού, ο παφλασμός. 3. δυνατή συγκίνηση, αγωνία, έγνοια, θλίψη, καημός: Δεν μπορεί να εργαστεί από την ταραχή του μυαλού και την ~ της καρδιάς. Zούσε βυθισμένη στις πίκρες και τις αγκούσες. 4. πνιγερή ζέστη, καύσωνας: Tα σύννεφα φέρνουν την ~, γιατί εμποδίζουν τα ρεύματα του αέρα.

[βεν. angossa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]

αγνωσία η [aγnosía] Ο25α : έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια. || (ιατρ.) αδυναμία ανάγνωσης των διάφορων ερεθισμάτων που προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού του εγκεφάλου: Aπτική / οπτική / λεκτική / ακουστική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγνωσία]

αγνωσιαρχία η [aγnosiarxía] Ο25α : (φιλοσ.) ο αγνωστικισμός.

[λόγ. αγνωσί(α) + -αρχία απόδ. αγγλ. agnosticism (δες στο αγνωστικισμός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...117   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες