Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "φακή" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φακή η [fakí] O29 : 1. ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. 2. (συνήθ. πληθ.) ο καρπός του ομώνυμου φυτού: Oι φακές είναι πλούσιες σε σίδηρο και λευκώματα. 3. (συνήθ. πληθ., μαγειρ.) το φαγητό που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού: Aύριο θα φάμε φακές. (έκφρ.) αντί πινακίου φακής, με μηδαμινό αντίτιμο, σε εξευτελιστική τιμή: Πούλησε το σπίτι του αντί πινακίου φακής. ΦP παλικάρι της φακής, για ψευτοπαλικαρά, θρασύδειλο.
[αρχ. φακῆ]