Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναυπηγείο
1 item total
ναυπηγείο το [nafpijío] Ο39 : τόπος όπου υπάρχουν τεχνικές εγκαταστάσεις για την κατασκευή, τον εξοπλισμό, την επισκευή ή τη μετασκευή εμπορικών ή πολεμικών πλοίων.

[λόγ. < ελνστ. ναυπηγεῖον (αρχ. ναυπήγιον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go