Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόλος
3 εγγραφές [1 - 3]
μόλος ο [mólos] Ο18 : στενόμακρη κατασκευή από πέτρες, τσιμέντο κτλ. που χρησιμοποιείται για το δέσιμο και το φόρτωμα των πλοίων καθώς και για την προστασία του λιμανιού· (πρβ. προκυμαία, προβλήτα): Kαράβι πλευρισμένο στο μόλο. Στάθηκε αναποφάσιστος στο μόλο πριν μπει στη βάρκα. || (επέκτ.) ο γύρω χώρος.

[μσν. μόλος < ελνστ. μῶλος < λατ. moles `ανάχωμα για προστασία λιμανιού΄ ή μέσω του ιταλ. molo ]

μολοσσός 1 ο [molosós] Ο17 : είδος μεγαλόσωμου τσοπανόσκυλου.

[λόγ. < αρχ. (κύων) Μολοσσός (όν. λαού)]

μολοσσός 2 ο : (μετρ.) είδος αρχαίου ελληνικού μέτρου.

[λόγ. < ελνστ. μολοσσός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες