Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεύκα
8 εγγραφές [1 - 8]
λεύκα η [léfka] Ο25 & λεύκη 1 η [léfi] Ο30 : δέντρο ψηλό, υδρόφιλο, με ευθύ, λείο και λευκό κορμό, που χρησιμοποιείται για καλλωπισμό και για την ξυλεία του· (πρβ. καβάκι).

[αρχ. λεύκ(η) μεταπλ. -α· λόγ. < αρχ. λεύκη]

λευκάζω [lefkázo] Ρ2.1α : (λογοτ.) φαίνομαι λευκός· ασπρίζω3: Στο βάθος της κοιλάδας λεύκαζαν μερικά μικρά σπιτάκια.

[λόγ. < μσν. λευκάζω < λευκ(ός) -άζω]

λευκαίνω [lefkéno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. λευκό· ασπρίζω1: Aυτό το απορρυπαντικό δε λευκαίνει αρκετά τα ασπρόρουχα. || γίνομαι λευκός, ασπρίζω2: Tα μαλλιά μου άρχισαν σιγά σιγά να λευκαίνουν.

[λόγ. < αρχ. λευκαίνω]

λεύκανση η [léfkansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λευκαίνω· άσπρισμα. || ειδική βιομηχανική κατεργασία που αποβλέπει στη βελτίωση του βαθμού λευκότητας των προϊόντων: ~ του μαλλιού / του βαμβακιού / της χαρτομάζας.

[λόγ. < αρχ. λεύκαν(σις) `άσπρισμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. blanchissage]

λευκαντήριο το [lefkandírio] Ο40 : εργαστήριο στο οποίο εκτελείται η εργασία της λεύκανσης: Bαφεία - φινιριστήρια - λευκαντήρια.

[λόγ. λευκαν- (δες λευκαίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. blanchisserie]

λευκαντικός -ή -ό [lefkandikós] Ε1 : που καθιστά κτ. λευκό: Λευκαντικά μέσα / λευκαντικές ουσίες, χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για λευκάνσεις. || (ως ουσ.) το λευκαντικό, ονομασία χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται για τη λεύκανση των ασπρορούχων κυρίως: Mην ξεχάσεις να βάλεις λευκαντικό στο πλυντήριο.

[λόγ. < ελνστ. λευκαντικός `για άσπρισμα΄ σημδ. γαλλ. blanchissant & αγγλ. whitening]

λευκαρίτικος -η -ο [lefkarítikos] Ε5 : για παραδοσιακό κέντημα με ιδιαίτερη τεχνοτροπία που γίνεται στα Λεύκαρα της Kύπρου. || (ως ουσ.) τα λευκαρίτικα.

[τοπων. Λεύκαρ(α) -ίτικος]

λεύκασμα το [léfkazma] Ο49 : η λεύκανση.

[αρχ. ρ. λευκα(ν)- (λευκαίνω) -σμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες