Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ειν
7 εγγραφές [1 - 7]
εκλέγειν το [ekléjin] Ο (άκλ.) : το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους σε δημόσια αξιώματα: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

[λόγ. < απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐκλέγω κατά τη σημερ. σημ. της λ. εκλέγω]

εξαμαρτείν το [eksamartín] Ο (άκλ.) : μόνο στην απαρχ. ΦΡ το δις* ~ ουκ ανδρός σοφού.

[λόγ. < απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ἐξαμαρτάνω `κάνω λάθος΄]

επανιδείν το [epaniδín] Ο (άκλ.) : μόνο στη λόγια έκφραση εις το ~, για αποχαιρετισμό κάποιου, τον οποίο ευχόμαστε να ξανασυναντήσουμε.

[λόγ. επαν(α)- αρχ. ἰδεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. ὁρῶ `βλέπω΄ (σύγκρ. όρα ση) μτφρδ. γαλλ. au révoir]

λαβείν το [lavín] Ο (άκλ.) : για εμπορικούς λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία, ποσό που έχει κανείς να παίρνει· πίστωση. ANT δούναι. (έκφρ.) δούναι* και ~.

[λόγ. < αρχ. λαβεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω]

λαμβάνειν [lamvánin] (άκλ.) : μόνο στην έκφραση έχω ~, μου οφείλουν κτ., κυρίως χρήματα.

[λόγ. < αρχ. λαμβάνειν απαρέμφ. του λαμβάνω]

λέγειν το [léjin] Ο (άκλ.) : η ικανότητα στο λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία: Έχει ~. Είναι τρομερός στο ~. (έκφρ.) τρόπος* του ~.

[λόγ. < αρχ. λέγειν, απαρέμφ. του ρ. λέγω]

φερειπείν [feripín] (άκλ.) : παλαιότερη παρενθετική έκφραση με περιεχόμενο παρόμοιο με τα «παραδείγματος χάρη», «ας πούμε» ή «που λέει ο λόγος»: Tι θα ΄κανες αν σου έκλεβαν κάτι πολύτιμο, το αυτοκίνητο ~;

[λόγ. < ελνστ. φρ. φέρ΄ εἰπεῖν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες