Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριανός -ή -ό [akrianós] Ε1 : που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς, παράταξης κτλ.: Tα ακριανά σπίτια του χωριού. || ANT μεσαίος: Tο ακριανό παράθυρο του σπιτιού μας. Οι ακριανές θέσεις. Tα ακριανά καθίσματα.
[άκρ(η) -ιανός]
- αυριανός -ή -ό [avrianós] Ε1 : α.που θα υπάρχει ή θα γίνει αύριο. ANT σημερινός, χθεσινός: Θα αποφασίσουμε στην αυριανή συνεδρίαση. β. που θα υπάρξει ή θα γίνει στο (κοντινό) μέλλον: Tα σημερινά μ΄ ενδιαφέρουν, τ΄ αυριανά ποιος ζει ποιος πεθαίνει.
[αύρι(ο) -ανός]
- βικτοριανός -ή -ό [viktorianós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγγλική κοινωνία, κατά την περίοδο της βασίλισσας Bικτορίας: Bικτοριανή εποχή / ηθική / λογοτεχνία.
[λόγ. < αγγλ. victorian < ανθρωπων. Victoria (Aγγλίδα βασίλισσα) -an = -ανός]
- γρηγοριανός -ή -ό [γriγorianós] Ε1 : που αναφέρεται σε πρόσωπο ιστορικό με το όνομα Γρηγόριος: Γρηγοριανό ημερολόγιο, που θεσπίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο IΓ' και που ισχύει ως σήμερα. Γρηγοριανό μέλος, μονοφωνικό λειτουργικό άσμα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
[λόγ. < μσνλατ. gregorianus < ανθρωπων. Gregori(us) = Γρηγόρι(ος) -anus = -ανός]
- δεκεμβριανός -ή -ό [δekemvrianós] Ε1 : για ιστορικό ή πολιτικό γεγονός που συνέβη το μήνα Δεκέμβριο. || (ως ουσ.) τα Δεκεμβριανά, αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν στην Aθήνα το Δεκέμβριο του 1944.
[λόγ. Δεκέμβρι(ος) -ανός]
- ελζεβιριανός -ή -ό [elzevirianós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην οικογένεια των Ελζεβίρ, Ολλανδών τυπογράφων του 16ου-17ου αι.: Ελζεβιριανά τυπογραφικά στοιχεία, ελζεβίρ. Ελζεβιριανές εκδόσεις.
[λόγ. ελζεβίρ -ιανός μτφρδ. γαλλ. elzévirien]
- κοντοχωριανός ο [kondoxorjanós] Ο17 θηλ. κοντοχωριανή [kondoxοrja ní] Ο29 : (οικ.) αυτός που κατοικεί σε γειτονικό χωριό με κπ. ή που κατάγεται από γειτονικό χωριό: Είμαστε κοντοχωριανοί.
[κοντο- 2 + χωριανός· κοντοχωριαν(ός) -ή]
- λιβεριανός -ή -ό [liverianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λιβερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λιβεριανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα / σημαία. Πλοίο με λιβεριανή σημαία. 2. (ως ουσ.) ο Λιβεριανός, θηλ. Λιβεριανή, ο κάτοικος της Λιβερίας. || (ως επίθ.): Λιβεριανοί εκπρόσωποι.
[λόγ. Λιβερί(α) -ανός < αγγλ. Liber(ia) -ία (< λατ. liber `ελεύθερος΄, επειδή το κράτος ιδρύθηκε από ελευθερωμένους σκλάβους)]
- μεθαυριανός -ή -ό [meθavrianós] Ε1 : που πρόκειται να γίνει ή να υπάρξει μεθαύριο.
[μεθαύρι(ο) -ανός]
- μεσημεριανός -ή -ό [mesimerjanós] Ε1 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Ο ~ ήλιος / ύπνος. Tο μεσημεριανό φαγητό. || (ως ουσ.) το μεσημεριανό, το μεσημεριανό φαγητό: Δεν έφαγε τίποτα για μεσημεριανό.
[μεσημέρ(ι) -ιανός]