Dictionary of Standard Modern Greek
160 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- -ποίηση [píisi] : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. από το αντίστοιχο ρήμα σε -ποιώ· δηλώνει την πραγματοποίηση της διαδικασίας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αλλαντο~, κονσερβο~, πολτο~· ενοχο~, ηθικο~, κοινωνικο~, αστικο~, τελειο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: σακχαρο~, σαπωνο~.
[λόγ. < αρχ. -ποίη(σις) (< ρ. ποιῶ) -ση ως β' συνθ.: αρχ. ὁδο-ποίησις `προετοιμασία΄, ελνστ. δραματο-ποίησις & απόδ. ελαχιστο-ποίηση < γαλλ. minimisation, ουδετερο-ποίηση < γερμ. Neutralisierung]
- αγιοποίηση η [ajiopíisi] Ο33 : ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την εκκλησία μετά το θάνατό του.
[λόγ. αγιοποιη- (αγιοποιώ) -σις > -ση]
- αδελφοποίηση η [aδelfopíisi] Ο33 : έθιμο κατά το οποίο άτομα ή σύνολα ατόμων, που δε συνδέονται με συγγένεια αίματος, ενώνονται με αδελφικούς δεσμούς, κατά τη διάρκεια μιας ιεροτελεστίας, και υπόσχονται αμοιβαία αγάπη και προστασία. || σύνδεση δύο πόλεων, που ανήκουν στο ίδιο ή σε διαφορετικό κράτος, με δεσμούς φιλίας: Στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης έγινε η τελετή της αδελφοποίησης με την πόλη της Mασσαλίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφοποίη(σις) -ση]
- αδιαβροχοποίηση η [aδiavroxopíisi] Ο33 : κατεργασία με την οποία γίνεται ένα υλικό αδιάβροχο: ~ υφάσματος / δέρματος.
[λόγ. αδιαβροχοποιη- (αδιαβροχοποιώ) -σις > -ση]
- αιμοποίηση η [emopíisi] Ο33 : (φυσιολ., ιατρ.) παραγωγή αίματος και ιδίως αιμοσφαιρίων από τα σχετικά όργανα του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. hémopoièse < hémo- = αιμο- + -poièse = -ποίη(σις) -ση, hémopoièse < hématopoièse < ελνστ. αἱματοποιητικός `που δημιουργεί αίμα΄]
- αισθητοποίηση η [esθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αισθητοποιώ.
[λόγ. αισθητοποιη- (αισθητοποιώ) -σις > -ση]
- ακινητοποίηση η [akinitopíisi] Ο33 : I.η ενέργεια του ακινητοποιώ. 1. το να αναγκάσει κάποιος κπ. να μείνει ακίνητος, να περιορίσει τις κινήσεις του ή να διακόψει τη δράση ή τη δραστηριότητά του: H αστυνομία πέτυχε την ~ του δράστη και τη σύλληψή του. H ~ του εχθρού. H ~ του ανθρώπινου δυναμικού. ANT κινητοποίηση. || το να κρατήσει κάποιος ένα μέλος του σώματος ή ολόκληρο το σώμα σε κατάσταση ακινησίας, για θεραπευτικούς σκοπούς: Mε το νάρθηκα πετυχαίνουμε την ~ του μέλους που έπαθε κάταγμα. Επιβάλλεται η ~ του τραυματία και απαγορεύεται η μετακίνησή του. 2. το να μη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία ένα μηχανισμό, ένα όχημα κτλ. ή το να διακόπτω την κίνηση, τη λειτουργία του. II. (οικον.) ~ κεφαλαίων, η χρησιμοποίησή τους για την αγορά ακινήτων ή μηχανών.
[λόγ. ακινητοποιη- (ακινητοποιώ) -σις > -ση]
- αναισθητοποίηση η [anesθitopíisi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία προκαλείται αναισθησία: H ~ του νεύρου.
[λόγ. αναίσθητ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. αγγλ. anaesthetization < anaesthetize = αναισθητοποιώ]
- ανεξαρτητοποίηση η [aneksartitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεξαρτητοποιώ: Οι ανεξαρτητοποιήσεις και οι αποχωρήσεις βουλευτών εξασθένισαν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματος.
[λόγ. ανεξαρτητοποιη- (ανεξαρτητοποιώ) -σις > -ση]
- ανθρακοποίηση η [anθrakopíisi] Ο33 : η φυσική μεταβολή του ξύλου και γενικότερα κάθε φυτικής ή ζωικής ύλης σε άνθρακα με την καύση.
[λόγ. ανθρακο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. carbonisation]