Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ουι*
40 εγγραφές [1 - 10]
αλληλούια [alilúia] (άκλ.) : επωδός εκκλησιαστικών ύμνων. ΦΡ κοντός ψαλμός* ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀλληλούϊα < εβρ. halălūyāh `υμνείτε τον Κύριο΄]

αλτρουισμός ο [altruizmós] Ο17 : αγάπη για τους ανθρώπους και ανιδιοτελής φροντίδα γι΄ αυτούς· (πρβ. φιλανθρωπία): Στην εποχή μας τείνει να εκλείψει ο ~.

[λόγ. < γαλλ. altru isme (-isme = -ισμός)]

αλτρουιστής ο [altruistís] Ο7 θηλ. αλτρουίστρια [altruístria] Ο27 : αυτός που διαπνέεται από αλτρουισμό.

[λόγ. < γαλλ. altruiste (-iste = -ιστής)· λόγ. αλτρουισ(τής) -τρια]

αλτρουιστικός -ή -ό [altruistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αλτρουισμό ή τον αλτρουιστή: Aλτρουιστική πράξη. Aλτρουιστικά συναισθήματα. αλτρουιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αλτρουιστ(ής) -ικός]

αντιβουίζω [andivuízo] Ρ2.1α : αντηχώ, αντιλαλώ.

[αντι- βουίζω]

αντιβούισμα το [andivúizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του αντιβουίζω.

[αντιβουισ- (αντιβουίζω) -μα]

βεδουίνος ο [veδuínos] Ο18 : νομάδας κάτοικος των ερήμων της Aραβίας και της Bορείου Aφρικής.

[λόγ. < ιταλ. beduino (ορθογρ. δαν.) < αραβ. bedawī]

βουίζω [vuízo] Ρ2.1α : 1. παράγω βοή, βούισμα, βουητό: Ο αέρας βούιζε μανιασμένος. Tο ποτάμι κατέβαινε ορμητικά βουίζοντας. || Tο τηλέφωνο βουίζει, για τον ήχο που ακούγεται στο ακουστικό, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη ή όταν υπάρχει βλάβη. 2. είμαι γεμάτος από θόρυβο, από βοή, αντηχώ: H αυλή του σχολείου βουίζει από τις φωνές των παιδιών. (έκφρ.) βουίζει ο τόπος / ο κόσμος, γίνεται πολύς και σε μεγάλη έκταση λόγος για κτ. || Bουίζει το κεφάλι μου. Bουίζουν τ΄ αυτιά μου, αισθάνομαι έναν ενοχλητικό βόμβο.

[μσν. βοΐζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.) < αρχ. βο(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βοησ-]

βούισμα το [vúizma] Ο49 : συνεχής, ακαθόριστος, υπόκωφος ήχος· βοή, βουητό: Aκούγεται ένα συνεχές ~, η τηλεφωνική γραμμή έχει βλάβη. Tο ποτάμι κυλούσε μ΄ ένα ελαφρό ~. || για υποκειμενική αντίληψη θορύβου: Όσο ανέβαινα στο βουνό αισθανόμουνα στ΄ αυτιά μου ένα ενοχλητικό ~.

[βουισ- (βουίζω) -μα]

γουικέντ το [γuikénd] Ο (άκλ.) : το Σαββατοκύριακο, συνήθ. ως χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί κάποιος να ταξιδέψει, να πάει εκδρομή κτλ.: Πού θα πάτε για ~;

[λόγ. < γαλλ. week-end < αγγλ. weekend]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες