Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιάνκης ο [jánkis] Ο11 : (μειωτ.) ονομασία κατοίκου των HΠA που έχει αγγλοσαξωνική καταγωγή.
[αγγλ. yankee -ς]
- γκρανκάσα η [graŋkása] Ο25 : 1. το πολύ μεγάλο τύμπανο των μουσικών, μπάσο τύμπανο. 2. (μτφ., μειωτ.) για γυναίκα μεγάλης ηλικίας και συνήθ. μεγαλόσωμη.
[ιταλ. grancassa]
- δονκιχοτικός -ή -ό [δonkixotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από έναν ιδεαλισμό που δεν έχει όμως καμιά σχέση με την πραγματικότητα. || (επέκτ., μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από μια θεατρινίστικη επιδειξιομανία φανταστικών ικανοτήτων.
δονκιχοτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δον Κιχότ(ης) -ικός]
- δονκιχοτισμός ο [δonkixotizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει ένα άτομο του τύπου του δον Kιχότη. || ενέργειες που τις υπαγορεύει ένας εξωπραγματικός ιδεαλισμός και που είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.
[λόγ. < γαλλ. donquichotisme < Don Quichott(e) = δον Κιχότ(ης) -isme = -ισμός]
- ελάνκα το [eláŋka] Ο (άκλ.) : είδος ελαστικής συνθετικής υφαντικής ίνας. || (ως επίθ.) για ύφασμα ή για ένδυμα από τέτοιες ίνες.
[λόγ. < αγγλ. Helanca σήμα κατατ.]
- ινκόγνιτο [iŋkóγnito] & ινκόγκνιτο [iŋkógnito] & ιγκόγκνιτο [iŋgógnito] & ιγκόγνιτο [iŋgóγnito] επίρρ. : για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο, επίσημο ή απλώς γνωστό στο ευρύ κοινό, κρύβει μια ανεπίσημη επίσκεψή του, ένα ταξίδι κτλ., για να αποφύγει τις επισημότητες και τη δημοσιότητα: Tαξιδεύω ~. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισκέφτηκε τη γενέτειρά του ~. || (ως ουσ.) μυστικότητα που αφορά ανεπίσημη μετακίνηση: Οι δημοσιογράφοι παραβίασαν το ~.
[ινκόγνιτο: λόγ. < διεθ. incognito ουδ. του λατ. incognitus (ορθογρ. δαν. και διατήρηση του λατ. τονισμού)· -γκν-: διατήρηση της προφ. που έχει σε ξένες γλώσσες· ιγκ-: προσαρμογή στον κανόνα προφ. ριν. και άηχου κλειστού συμφ.]
- κονκάρδα η [koŋkárδa] & κογκάρδα η [koŋgárδa] Ο25 : διακριτικό σήμα, συνήθ. σε μορφή μικρού ρόδακα που σχηματίζεται από κορδέλα πτυχωμένη και που φοριέται στο πέτο ως έμβλημα του μέλους ενός κόμματος, μιας αθλητικής ομάδας, ενός συνεδρίου κτλ.
[λόγ. < γαλλ. cocard(e) -α (ορθογρ. δαν.) και προσθήκη -ν- από παρετυμ. προς άλλες ξένες λ. με con-· ορθογρ. αφομ. νκ > γκ]
- κονκλάβιο το [koŋklávio] & κογκλάβιο το [koŋglávio] Ο41 : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός συμβουλίου, συνήθ. ανωτέρου επιπέδου, του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη διαφάνειας στη λήψη των αποφάσεων, η μυστικότητα και ο κλειστός χαρακτήρας του. 2. αίθουσα όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι για να εκλέξουν νέο πάπα. || το συμβούλιο των καρδιναλίων.
[λόγ. < μσνλατ. conclav(e) `συνέλευση αξιωματούχων΄, λατ. σημ.: `δωμάτιο κλεισμένο με κλειδί΄ -ιον· ορθογρ. αφομ. νκ > γκ]
- κονκορδάτο το [koŋkorδáto] Ο39 : συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του πάπα, ως εκκλησιαστικού ηγέτη, και ενός κράτους, με την οποία ρυθμίζονται εκκλησιαστικά ζητήματα του κράτους αυτού.
[λόγ. < μσνλατ. concord(atum) -άτον (ορθογρ. δαν.)]
- κουμκάν το [kumkán] & κουνκάν το [kuŋkán] Ο (άκλ.) : είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.
[-νκ-: λόγ. < αγγλ. cooncan με μετακ. τόνου κατά το σχ. των δανείων από τα γαλλ.· -μκ-: ίσως ανομ. θέσης άρθρ. [ŋk > mk] για να διατηρηθεί το άηχο σύμπλ. και να μη γίνει [ŋg] ]