Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κληροδότημα το [kliroδótima] Ο49 : περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται με κληροδοσία, συνήθ. για κοινωφελείς σκοπούς: Nόμος / διάταξη που αφορά τα κληροδοτήματα.
[λόγ. κληροδοτη- (κληροδοτώ) -μα]
- κληροδότης ο [kliroδótis] Ο10 θηλ. κληροδότρια [kliroδótria] Ο27 : αυτός που κληροδοτεί κτ. σε κπ. || (ως επίθ.): Kληροδότρια εταιρεία.
[λόγ. < μσν. κληροδότης, ελνστ. σημ.: `μοιραστής΄· λόγ. κληροδό(της) -τρια]
- κληροδοτώ [kliroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. με κληροδοσία. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν, κυρίως πνευματικό αγαθό, του οποίου δεν έχουμε την κυριότητα αλλά μόνο τη χρήση και το οποίο οφείλουμε να διατηρήσουμε για τους μεταγενεστέρους: H γλώσσα που μας κληροδότησε το παρελθόν. Tο θαυμαστό θέατρο που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.
[λόγ. < ελνστ. κληροδοτῶ (στη σημ. 1)]