Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *δ*δ*δ*
29 εγγραφές [1 - 10]
-άδικος -άδικη -άδικο [áδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (ψαράς) ψαράδικος, (σφουγγαράς) σφουγγαράδικος, (ραγιάς) ραγιάδικος, (φουκαράς) φουκαράδικος.

[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικος: ψαραδ- (ψαράς) > ψαράδ-ικος]

-ειδής -ειδής -ειδές [iδís] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· για την παραγωγή απαιτείται ο λόγιος ή ο επιστημονικός τύπος της πρωτότυπης λέξης, στις περιπτώσεις που παράλληλα υπάρχει και κοινός ή προφορικός τύπος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει στο σχήμα, στη μορφή ή στη σύσταση με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη και έχει επομένως κάποια από τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της· (πρβ. -μορφος): (τέρας) τερατοειδής· (δρέπανο) δρεπανοειδής, (έλλειψη) ελλειψοειδής, (πυραμίδα) πυραμιδοειδής· (αίλουρος) αιλουροειδής, (θάμνος) θαμνοειδής, (θύσανος) θυσανοειδής, (κισσός) κισσοειδής· (άμυλο) αμυλοειδής. || (επιστ.) το ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο δηλώνει οικογένεια ζώων ή κατηγορία φυτών: αιλουροειδή, ανθρωποειδή, ψιττακοειδή, φοινικοειδή. || μειωτικά για άνθρωπο: (άνθρωπος) ανθρωποειδής, (γυναίκα) γυναικοειδής, (φασίστας) φασιστοειδής.

[λόγ. < αρχ. -ειδής θ. του ουσ. εrδ(ος) -ής ως β' συνθ.: αρχ. σπογγο-ειδής `που μοιάζει με σφουγγάρι΄, ελνστ. πυραμιδο-ειδής]

-ιδερός -ιδερή -ιδερό [iδerós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από επίθετα που δηλώνουν χρώμα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει χρώμα παραπλήσιο με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (άσπρος) ασπριδερός, (μαύρος) μαυριδερός.

[< ουσ. ιδ(εί) -ερός]

-ίδικος -ίδικη -ίδικο [íδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (αεριτζής) αεριτζίδικος, (ατζαμής) ατζαμίδικος, (καβγατζής) καβγατζίδικος, (κολπατζής) κολπατζίδικος, (μερακλής) μερακλίδικος, (πλακατζής) πλακατζίδικος, (φιγουρατζής) φιγουρατζίδικος. || (ζοριλίκι) ζοριλίδικος, (καραγκιοζλίκι) καραγκιοζλίδικος.

[θ. ουσιαστικών σε -ηδ- (πληθ. -ήδες) με προσθήκη του επιθήματος -ικος: μερακληδ- (μερακλής) -ικος (ορθογρ. απλοπ.)]

-τζίδικος -τζίδικη -τζίδικο [dzíδikos] & -ατζίδικος -ατζίδικη -ατζίδικο [adzíδikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίδικος): (έτοιμος) ετοιματζίδικος· (εφέ) εφετζίδικος.

[σύνθετο επίθημα -τζ(ής), -ατζ(ής) -ίδικος]

-ώδης -ώδης -ώδες [óδis] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την αφθονία των στοιχείων ή συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άκανθα) ακανθώδης· (θόρυβος) θορυβώδης, (θύελλα) θυελλώδης, (μυστήριο) μυστηριώδης, (σάρκα) σαρκώδης. 2. (συχνά μειωτ.) το προσδιοριζόμενο ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νήπιο) νηπιώδης, (παιδάριο) παιδαριώδης.

[λόγ. < αρχ. επίθημα -ώδης παραγωγικό επιθέτων < θ. συγγ. του ρ. ὄζω `έχω (καλή ή κακή) μυρωδιά΄ (σύγκρ. ὀσμή) με γενίκευση της σημ.: `που μοιάζει με, που ταιριάζει΄: αρχ. λαβυρινθ-ώδης, αἱματ-ώδης, δημ-ώδης `δημοφιλής΄, ελνστ. βολβ-ώδης]

δαιδαλώδης -ης -ες [δeδalóδis] Ε11 : 1. που έχει τη μορφή δαιδάλου, λαβυρίνθου: Δαιδαλώδες οικοδόμημα / σχέδιο. Οι δαιδαλώδεις στοές ενός ορυχείου. 2. (μτφ.) που είναι πολύπλοκος, μπερδεμένος, που δύσκολα μπορούμε να τον καταλάβουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε: ~ υπόθεση.

[λόγ. δαίδα λ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. dédaléen < dédale < λατ. Daedalus < αρχ. Δαίδα λος (ο μυθικός δημιουργός του Λαβυρίνθου)]

δενδρώδης -ης -ες [δenδróδis] Ε11 : (για φυτό) που μοιάζει με δέντρο: Δενδρώδεις θάμνοι.

[λόγ. < αρχ. δενδρώδης]

δημοδιδασκαλικός -ή -ό [δimoδiδaskalikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο, διδασκαλικός.

[λόγ. δημοδιδάσκα λ(ος) -ικός]

δημοδιδάσκαλος ο [δimoδiδáskalos] Ο19 θηλ. δημοδιδασκάλισσα [δimoδiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο δάσκαλος.

[λόγ. < ελνστ. δημοδιδάσκαλος `δημαγωγός΄, κατά τη σημ. της φρ. δημοτικό σχολείο· λόγ. δημοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες