Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
76 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μάνι [máni] : (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά, συχνά και με μειωτική σημασία· δηλώνει μεγάλο αριθμό ή μεγάλη ποσότητα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -λόι): γατομάνι, κοριτσομάνι, παιδομάνι, πιατομάνι, ρουχομάνι, σκουπιδομάνι.
[ίσως μσν. *-μάνι(ον) < λατ. man(us) `χέρι, πλήθος΄ -ιον]
- αλάνι το [aláni] Ο44 : (προφ.) παιδί ή νεαρός αλάνηςα· αλητόπαιδο, χαμίνι, αλητάμπουρας, αλητάκος: T΄ αλάνια της γειτονιάς ακολουθούσαν τον τρελό με φωνές και γιουχαΐσματα. || άνθρωπος του υπόκοσμου, αλάνηςβ, αλήτης.
[παλ. σημ.: `ανοιχτός χώρος΄ < τουρκ. alan -ι]
- ανθρωπομάνι το [anθropománi] Ο44α : (προφ.) μεγάλος αριθμός, πλήθος ανθρώπων· ανθρωπολόι: H παραλία πνίγεται το καλοκαίρι απ΄ το ~.
[ανθρωπο- + -μάνι]
- αριάνι το [arjáni] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ξινόγαλο. || γιαούρτι αραιωμένο με νερό. || (επέκτ., κυρ. για υγρά): H σούπα έγινε ~, πολύ αραιή. 2. αραιή διάλυση τσιμέντου.
[τουρκ. ayran -ι με μετάθ. του ημιφ.]
- βοτάνι το [votáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βότανο.
[μσν. βοτάνι(ο)ν < ελνστ. βοτάνιον, υποκορ. του αρχ. βοτάνη]
- γαϊτάνι το [γaitáni] Ο44 : λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων: Tη βρήκαν κι έπλεκε ολόχρυσο ~. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με χρυσά γαϊτάνια στα μανίκια. || Φρύδια σαν ~, λεπτά και καλοσχεδιασμένα. ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί* ~· ΣYN ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί κορδόνι.
[μσν. γαϊτά νιν υποκορ. του ελνστ. *γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (πρβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (πρβ. τουρκ. gaytan)]
- γεράνι το [jeráni] Ο44 : καλλωπιστικό φυτό, καθώς και το άνθος του· μολόχα: Είχε στο παραθύρι της γεράνια και βασιλικά.
[ελνστ. γεράνιον (από την ομοιότητα με το γερανό 1) (-ιον > -ι)]
- γιαταγάνι το [jataγáni] Ο44 : πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Tούρκοι.
γιαταγάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. yatağan -ι· γιαταγάν(ι) -α]
- γιορντάνι το [jordáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά.
[τουρκ. gerdan `λαιμός΄ (πρβ. λόγ. τουρκ. gerdenbend `περιδέραιο΄) -ι ( [e > o] ίσως από επίδρ. του [r], [g > j] ;)]