Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ὑδρορρόη
2 items total [1 - 2]
υδρορρόη η [iδrorói] Ο30 : 1.ανοιχτός αγωγός που περιτρέχει την άκρη της στέγης, συγκεντρώνει τα νερά της βροχής και τα διοχετεύει στο έδαφος· λούκι. || το στόμιο, η απόληξη του αγωγού: Mαρμάρινη ~ σε σχήμα λεοντοκεφαλής. 2. κατακόρυφος εξωτερικός σωλήνας μέσο του οποίου διοχετεύεται το βρόχινο νερό από τη στέγη ενός κτιρίου στο έδαφος· λούκι.

[λόγ. < αρχ. ὑδρορρόη]

υδρορροή η [iδroroí] Ο29 : αντί του υδρορρόη.

[< υδρορρόη με μετακ. τόνου κατά το ροή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go