Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ὁμόδοξος
1 item total
ομόδοξος -η -ο [omóδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που πιστεύει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κπ. άλλο· (πρβ. ομόθρησκος). ANT αλλόδοξος, ετερόδοξος: ~ λαός. H ομόδοξη Ρωσία / Σερβία.

[λόγ. < ελνστ. ὁμόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go