Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἔνυδρος
1 item total
ένυδρος -η -ο [éniδros] Ε5 : (χημ.) για χημική ένωση που περιέχει στη σύνθεσή της νερό: Ένυδρο θειικό νάτριο. ~ θειικός χαλκός.

[λόγ. < αρχ. ἔνυδρος `που περιέχει νερό΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go