Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἐπισιτίζω
1 item total
επισιτίζω [episitízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) κάνω επισιτισμό.

[λόγ. < αρχ. ἐπισιτίζομαι ενεργ. κατά το σιτίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go