Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἄφευκτος
1 item total
άφευκτος -η -ο [áfefktos] & άφευχτος -η -ο [áfefxtos] Ε5 : (λογοτ.) που δεν είναι δυνατό να τον αποφύγει κάποιος· αναπόφευκτος: Άφευκτη μοίρα / ήττα.

[λόγ. < ελνστ. ἄφευκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go