Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άφευκτος -η -ο [áfefktos] & άφευχτος -η -ο [áfefxtos] Ε5 : (λογοτ.) που δεν είναι δυνατό να τον αποφύγει κάποιος· αναπόφευκτος: Άφευκτη μοίρα / ήττα.
[λόγ. < ελνστ. ἄφευκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]