Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἀναβίωση
1 item total
αναβίωση η [anavíosi] Ο33 : η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναβιώνω: H ~ του αρχαίου δράματος. H ~ εθίμων. H ~ του πνεύματος του φασισμού / του μιλιταρισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἀναβίω(σις) `επιστροφή στη ζωή΄ -ση σημδ. αγγλ. revival]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go