Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ἀμφίβιος
1 item total
αμφίβιος -α -ο [amfívios] Ε6 : για ζώα ή για φυτά που ζουν και στην ξηρά και στο νερό: Οι βάτραχοι είναι ζώα αμφίβια. || για οχήματα που μπορούν να κινηθούν και στην ξηρά και στη θάλασσα. || (ως ουσ.) τα αμφίβια, τάξη της ομοταξίας των σπονδυλωτών: H σαλαμάνδρα ανήκει στα αμφίβια.

[λόγ. < αρχ. ἀμφίβιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go