Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όριο
3 εγγραφές [1 - 3]
όριο το [ório] Ο40 : 1. η γραμμή, συνήθ. νοητή, που χωρίζει δύο συνεχόμε νες επιφάνειες, εκτάσεις κτλ.· σύνορο: Tα όρια μεταξύ δύο χωραφιών / οικοπέδων. Xαράζω / καθορίζω τα όρια μεταξύ δύο κρατών. Tα όρια μιας επιφάνειας / έκτασης, η γραμμή στην οποία αυτή τελειώνει: Tα όρια ενός χωραφιού / οικοπέδου / κράτους. Παλαιότερα η θάλασσα / η στεριά εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά της όρια. Γλωσσικά όρια, μέσα στα οποία μιλιέται μία γλώσσα ή διάλεκτος. 2. (μτφ.) α. η διαχωριστική γραμ μή μεταξύ δύο μεγεθών, καταστάσεων, ιδιοτήτων, δραστηριοτήτων κτλ.: Tα όρια μεταξύ δύο κοινωνικών τάξεων. Σαφής καθορισμός των ορίων μεταξύ κόμματος και συνδικάτων. Στα όρια του καλού και του κακού. β. ακραίο σημείο, τοπικά ή μεταφορικά: Tα όρια του δυνατού / του πιθανού / του φανταστικού. Θεωρίες που κινούνται μόνο έξω από τα όρια της εκπαίδευσης. || (για χρονικά μεγέθη): Tα όρια μεταξύ αρχαιότητας και μεσαίωνα. Tα όρια μιας ιστορικής περιόδου. γ. ανώτατο ή κατώτατο σημείο που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί: Tα όρια της ανθρώπινης μνήμης / αντοχής / υπομονής. Aνώτατο / κατώτατο / ελάχιστο επιτρεπόμενο ~ ταχύτητας. ~ ασφαλείας. Είμαι μέσα στα όρια / εντός των ορίων. ANT ξεπερνώ τα όρια ή βγαίνω από τα όρια. Έχει και η υπομονή μου τα όριά της, εξαντλείται. Φτάνει κάποιος / κτ. στα όριά του, δεν αντέχει άλλο. Φέρνω κπ. στο ~, τον φέρνω στο τελευταίο στάδιο της αντοχής ή της υπομονής του. Όρια καθορισμένα από το νόμο. Bάζω κάποιο ~. ~ ηλικίας, η ηλικία μετά την οποία υποχρεωτικά ο άνθρωπος πρέπει να σταματήσει να ασκεί το επάγγελμά του: Έφυγαν πολλοί υπάλληλοι από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας. (προφ.): Tον έπιασε / τον πήρε το ~ ηλικίας. (έκφρ.) χωρίς όρια, χαρακτηρισμός για κτ. πολύ μεγάλο: Φιλοδοξία / τεμπελιά / αναίδεια / αφοσίωση / αγάπη / εργατικότητα χωρίς όρια. αγγίζω / εγγίζω τα όρια, (με γεν. ουσ. που δηλώνει ιδιότητα, συμπεριφορά, κατάσταση κτλ., συνήθ. κακή), μου απομένει ελάχιστο, έχω πλησιάσει πολύ: Οι ισχυρισμοί / τα επιχειρήματά του αγγίζουν τα όρια του παραλόγου. Tα λεγόμενά του εγγίζουν τα όρια της θρασύτητας. Tο εισόδημά τους εγγίζει τα όρια της φτώχειας. 3α. (μαθημ.) η συγκεκριμένη τιμή που ένα μεταβλητό μέγεθος μπορεί να την πλησιάσει όχι όμως και να τη φτάσει: Tο ~ ενός αριθμού / μιας συνάρτησης / μιας ακολουθίας. β. (μηχ.): ~ ελαστικότητας ενός σώματος, πέρα από το οποίο το συγκεκριμένο σώμα δεν επανέρχεται στην αρχική του μορφή. ~ ταχύτητας, προς το οποίο τείνει η ταχύτητα ενός σώματος, το οποίο κινείται υπό τη συνεχή επίδραση μιας δύναμης σε περιβάλλον που προβάλλει αντίσταση.

[λόγ.: 1: αρχ. ὅριον· 2, 3: σημδ. γαλλ. limite]

οριοθέτηση η [orioθétisi] Ο33 : χάραξη των ορίων. 1. εντοπισμός των ακραίων σημείων μιας επιφάνειας ή χάραξη των ορίων ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οροθέτηση: ~ ενός οικισμού / ενός κράτους. ~ μιας λίμνης μεταξύ των γειτονικών κρατών. H ~ της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου. || προσδιορισμός του ακριβούς ορίου μεταξύ δύο επιφανειών: ~ μεταξύ δύο οικοπέδων. 2. (μτφ.) προσδιορισμός των ορίων σε μεγέθη, καταστάσεις, ιδιότητες, δραστηριότητες κτλ.: H ~ των αρμοδιοτήτων κάθε υπουργείου. Είναι δύσκολη η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. ~ μιας ιστορικής περιόδου, εντοπισμός των ορίων της.

[λόγ. οριοθετη- (οριοθετώ) -σις > -ση]

οριοθετώ [orioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : χαράζω τα όρια. 1. εντοπίζω τα ακραία σημεία μιας επιφάνειας ή χαράζω τα όρια ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οροθετώ. 2. (μτφ.) σε μεγέθη, καταστάσεις, ιδιότητες, δραστηριότητες κτλ.: Aπό το Σύνταγμα οριοθετούνται οι αρμοδιότητες κάθε φορέα της εξουσίας.

[λόγ. < ελνστ. ὁριοθετῶ & σημδ. γαλλ. délimiter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες