Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμορος
1 εγγραφή
όμορος -η -ο [ómoros] Ε5 : (λόγ.) για περιοχή ή χώρα που συνορεύει με μία άλλη: Όμορα κράτη.

[λόγ. < αρχ. ὅμορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες