Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηλομύτα
1 εγγραφή
ψηλομύτης ο [psilomítis] Ο11 θηλ. ψηλομύτα [psilomíta] Ο25α : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου του οποίου η συμπεριφορά δείχνει έπαρση, υπεροψία· (πρβ. επηρμένος, υπερόπτης, ακατάδεκτος).

[ψηλο- + μύτ(η) -ης· ψηλομύτ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες