Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψηλομύτης ο [psilomítis] Ο11 θηλ. ψηλομύτα [psilomíta] Ο25α : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου του οποίου η συμπεριφορά δείχνει έπαρση, υπεροψία· (πρβ. επηρμένος, υπερόπτης, ακατάδεκτος).
[ψηλο- + μύτ(η) -ης· ψηλομύτ(ης) -α]