Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψήφ
25 εγγραφές [1 - 10]
ψηφί το [psifí] Ο43 : (λαϊκότρ.) α. ψηφίδα. β. γράμμα, ψηφίο: Tα ψηφιά της αλφαβήτας.

[μσν. ψηφί(ν) < ελνστ. ψηφίον `χαλικάκι΄ υποκορ. του αρχ. ψῆφος]

ψηφιακός -ή -ό [psifiakós] Ε1 : α.(για όργανο μέτρησης, συσκευή κτλ.) που εμφανίζει τις σχετικές με τη λειτουργία του ενδείξεις με ψηφία (αριθμούς ή γράμματα): Ψηφιακό ρολόι / χρονόμετρο. Ψηφιακές ενδείξεις. β. (ηλεκτρον.) που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που του διοχετεύονται χρησιμοποιώντας αριθμητικά ψηφία ή ειδικά σήματα: Ψηφιακό τηλέφωνο.

[λόγ. ψηφί(ο) -ακός μτφρδ. αγγλ. digital]

ψηφίδα η [psifíδa] Ο26 : μικρό πετραδάκι για την κατασκευή ψηφιδωτού: Εκτός από λίγες αποκολλημένες ψηφίδες, η παράσταση διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. ψηφίς, αιτ. -ίδα `μικρό βότσαλο΄ υποκορ. του ψῆφος (η σημερ. σημ. μσν.)]

ψηφιδοθέτης ο [psifiδoθétis] Ο10 : τεχνίτης ή καλλιτέχνης ψηφιδωτών· ψηφοθέτης.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ο- + -θέτης κατά το ψηφοθέτης]

ψηφιδοθέτηση η [psifiδoθétisi] Ο33 : η εργασία και η τεχνική της τοποθέτησης ψηφίδων και της κατασκευής ψηφιδωτού· ψηφοθέτηση.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ο- + -θέτηση κατά το ψηφοθέτηση]

ψηφίδωμα το [psifíδoma] Ο49 : ψηφιδωτή εικόνα, παράσταση κτλ.· ψηφιδωτό.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωμα]

ψηφιδωτός -ή -ό [psifiδotós] Ε1 : α.(για παράσταση, σχέδιο κτλ.) που τον έχουν φτιάξει με πολύ μικρές χρωματιστές πέτρες (ψηφίδες) κατάλληλα τοποθετημένες και συγκολλημένες επάνω σε μια επιφάνεια: Ψηφιδωτή εικόνα / διακόσμηση. Ο ~ διάκοσμος ενός βυζαντινού ναού. || που έχει ψηφιδωτή διακόσμηση: Ψηφιδωτό δάπεδο. β. (ως ουσ.) το ψηφιδωτό, ψηφιδωτή παράσταση, εικόνα, σχέδιο κτλ.· (πρβ. μωσαϊκό): Ρωμαϊκό / παλαιοχριστιανικό / βυζαντινό ψηφιδωτό. Θαυμάσιο / πολύτιμο ψηφιδωτό.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωτός]

ψηφίζω [psifízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.δηλώνω την προσωπική μου προτίμηση, στα πλαίσια μιας συλλογικής διαδικασίας για την καταγραφή των προτιμήσεων που έχουν τα άτομα ενός συνόλου και για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων: ~ δι΄ ανατάσεως της χειρός / διά βοής. Ψηφίζουμε για την εκλογή νέας βουλής / δημοτικών αρχών. Για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου ψηφίζουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. ~ κατά συνείδηση. || ασκώ το δικαίωμα να ψηφίζω: Ψήφισα για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές. Σε ποιο εκλογικό τμήμα ψηφίζεις; || έχω το δικαίωμα ψήφου: Οι Έλληνες πολίτες ψηφίζουν από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών. || ~ υπέρ (μιας πρότασης ή ενός προσώπου), υπερψηφίζω (βλ. και σημ. 2). ~ κατά / εναντίον (προσώπου ή πρότασης), καταψηφίζω. 2. ~ κπ. ή κτ., δηλώνω την προσωπική μου θετική προτίμηση για κπ. ή για κτ., σε μια διαδικασία εκλογής ή επιλογής· υπερψηφίζω. ANT καταψηφίζω: ~ μια πρόταση / ένα κόμμα / ένα πρόσωπο / έναν υποψήφιο. || υποστηρίζω με την ψήφο μου: Ποιο κόμμα ψηφίζεις; (έκφρ.) ~ λευκό*. ~ και με τα δύο (τα) χέρια, με πολύ μεγάλη προθυμία. ΦΡ ~ δαγκωτό*. || εγκρίνω με ψηφοφορία: Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν να ψηφίσουν τις κυβερνητικές προτάσεις. || (παθ.) εγκρίνομαι με ψηφοφορία: Ο προγραμματισμός ψηφίστηκε από τη γενική συνέλευ ση.

[λόγ. < αρχ. ψηφίζω]

ψηφίο το [psifío] Ο39 : 1.το καθένα από τα δέκα (0-9) γραφικά σύμβολα των αριθμών: Aριθμός με ένα ~, μονοψήφιος. Aριθμός με πέντε ψηφία, πενταψήφιος. Δεκαδικά ψηφία, τα ψηφία δεκαδικού αριθμού που βρίσκονται δεξιά από την υποδιαστολή. 2. γράμμα: Tα είκοσι τέσσερα ψηφία του ελληνικού αλφαβήτου. || τυπογραφικό στοιχείο. 3. ψηφίδα.

[λόγ. < ελνστ. ψηφίον `χαλικάκι΄ υποκορ. του αρχ. ψῆφος (μσν. σημ.: `αριθμός΄)]

ψήφιση η [psífisi] Ο32α : το αποτέλεσμα του ψηφίζω2, η υποστήριξη με την ψήφο προσώπου, πρότασης κτλ.· υπερψήφιση. ANT καταψήφιση: H αντιπολίτευση, για να αποτρέψει την ενδεχόμενη ~ του νομοσχεδίου, αποχώρησε.

[λόγ. ψηφι- (ψηφίζω) -σις > -ση (πρβ. αρχ. (διαλεκτ.) ψάφιξξις ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες