Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χόμπι το [xóbi] Ο (άκλ.) : ερασιτεχνική απασχόληση για να περνούμε τις ελεύθερες ώρες μας: H κηπουρική / το ψάρεμα / τα μαστορέματα / τα γραμματόσημα είναι το ~ του. Έχω πολλά ~.
[λόγ. < αγγλ. hobby]