Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρτογραφώ [xartoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : συντάσσω και σχεδιάζω γεωγραφικούς χάρτες: Οι μεγάλοι εξερευνητές χαρτογραφούσαν τις χώρες που ανακάλυπταν.
[λόγ. χαρτογράφ(ος) -ώ απόδ. αγγλ. chart ('85 αρχ. χάρτης)]