Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτογραφώ
1 item total
χαρτογραφώ [xartoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : συντάσσω και σχεδιάζω γεωγραφικούς χάρτες: Οι μεγάλοι εξερευνητές χαρτογραφούσαν τις χώρες που ανακάλυπταν.

[λόγ. χαρτογράφ(ος) -ώ απόδ. αγγλ. chart (χάρτης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go