Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φύτρο το [fítro] Ο39 : 1. το φυτικό έμβρυο που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα και που σχηματίζει, όταν βλαστήσει, το στέλεχος του φυτού. 2. το βλάστημα, το πολύ νεαρό φυτό που μόλις έχει βλαστήσει.
[φυτρ(ώνω) -ο (αναδρ. σχημ.)]