Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φυγομαχία
1 item total
φυγομαχία η [fiγomaxía] Ο25 : α. η αποφυγή (από δειλία, αδυναμία κτλ.) μιας μάχης, ενός αγώνα, μιας απάντησης σε μια πρόκληση: H ~ της κυβέρνησης στις επιθέσεις της αντιπολίτευσης. β. η τάση, η διάθεση αποφυγής κάθε προσπάθειας, κάθε ενέργειας που εμπεριέχει σύγκρουση με πρόσωπα ή με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.: Πρέπει να αγωνιστείς για το δίκιο σου, με τη ~ δεν καταφέρνεις τίποτα.

[λόγ. < μσν. φυγομαχία < φυγόμαχ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go