Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φυγάς
1 item total
φυγάς ο [fiγás] Ο1 : αυτός που διαφεύγει κρυφά σε ξένη χώρα, επειδή διώκεται (δικαστικά, πολιτικά κτλ.) στην πατρίδα του: Φυγάδες του δικτατορικού καθεστώτος κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες.

[λόγ. < αρχ. φυγάς (αιτ. -άδα) `δραπέτης, εξόριστος΄ σημδ. γαλλ. fugitif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go