Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φτελιά
1 item total
φτελιά η [ftelá] Ο24 : δέντρο πλατύφυλλο, μακρόβιο, με κοκκινωπό κορ μό, που φυτρώνει κυρίως σε δάση.

[μσν. φτελιά < αρχ. πτελέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go