Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φρουμάζω [frumázo] Ρ2.2α μππ. φρουμασμένος : (λαϊκότρ.) ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια (κυρ. για άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια).
[ελνστ. φριμ(ῶ), αρχ. φριμάσσομαι (ηχομιμ.) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φριμαξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]