Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φρονιμίτης ο [fronimítis] Ο10 : κοινή ονομασία του δοντιού σωφρονιστήρας.
[λόγ. φρόνιμ(ος) -ίτης απόδ. γαλλ. dent de sagesse]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. φρόνιμ(ος) -ίτης απόδ. γαλλ. dent de sagesse]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |