Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φούιτ το [fúit] & φουίτ το [fuít] Ο (άκλ.) : το τρύπημα φουσκωμένου ελαστικού και η απώλεια, διαφυγή αέρα: Tο αυτοκίνητο / το ποδήλατο έπαθε ~, έπαθε λάστιχο.
[γαλλ. fuite]