Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούιτ
1 εγγραφή
φούιτ το [fúit] & φουίτ το [fuít] Ο (άκλ.) : το τρύπημα φουσκωμένου ελαστικού και η απώλεια, διαφυγή αέρα: Tο αυτοκίνητο / το ποδήλατο έπαθε ~, έπαθε λάστιχο.

[γαλλ. fuite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες