Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φορτηγό
1 item total
φορτηγό το [fortiγó] Ο38 : μεταφορικό μέσο (όχημα ή πλοίο), που μεταφέρει διάφορα φορτία: Ένα ~ γεμάτο άμμο / ασβέστη / ξύλα / κασόνια / πατάτες. Λόγω της απεργίας ακινητοποιήθηκαν τα φορτηγά. || (ως επίθ.): ~ ζώο / πλοίο / αυτοκίνητο. φορτηγάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. φορτηγός `που μεταφέρει φορτία΄ & σημδ. αγγλ. cargo(-boat)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go