Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φορείο
1 item total
φορείο το [forío] Ο39 : ειδική κατασκευή όπου ξαπλώνουν και μεταφέρουν ασθενείς ή τραυματίες: Οι τραυματιοφορείς κρατούσαν το ~ από τις λαβές. ~ με ρόδες. Tον πήγαν στο χειρουργείο πάνω σε ~.

[λόγ. < αρχ. φορεῖον `φορητό κάθισμα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go