Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φκυάρι το [fkári] Ο44 : (λαϊκότρ.) το φτυάρι.
[< φτυάρι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ft
ári > f ári] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[< φτυάρι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ft
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |