Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλόλογος
1 item total
φιλόλογος ο [filóloγos] Ο20α θηλ. φιλόλογος [filóloγos] Ο36 : 1. ο επιστήμονας, ο ειδικός που ασχολείται με τη φιλολογία: Kλασικός / νεοελληνιστής / λατινιστής ~. Δουλεύει με σχολαστικότητα φιλολόγου. 2. πτυχιούχος, καθηγητής φιλολογίας: Στο γυμνάσιο είχαμε καλό φιλόλογο. Φέτος διορίστηκαν διακόσιοι φιλόλογοι.

[λόγ. < αρχ. φιλόλογος `που αγαπά τη λογοτεχνία, που μελετά τα κείμενα΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go