Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φιλόδοξος -η -ο [filóδoksos] Ε5 : που διακατέχεται από φιλοδοξία: Φιλό δοξο εγχείρημα / πρόγραμμα. Δεν πραγματοποίησε τελικά τα φιλόδοξα σχέδιά του / όνειρά του.
φιλόδοξα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόδοξος]