Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλόδοξος
1 item total
φιλόδοξος -η -ο [filóδoksos] Ε5 : που διακατέχεται από φιλοδοξία: Φιλό δοξο εγχείρημα / πρόγραμμα. Δεν πραγματοποίησε τελικά τα φιλόδοξα σχέδιά του / όνειρά του. φιλόδοξα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go