Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοφρόνηση
1 item total
φιλοφρόνηση η [filofrónisi] Ο33 : έκφραση (συνήθ. λεκτική) συμπάθειας, επαίνου ή και κολακείας προς κπ.· κοπλιμέντο: Aντάλλαξαν μεταξύ τους φιλοφρονήσεις. Δε σου το λέω ως ~, το εννοώ!

[λόγ. < ελνστ. φιλοφρόνη(σις) `ευγένεια, περιποίηση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go