Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεμινισμός
1 εγγραφή
φεμινισμός ο [feminizmós] Ο17 : αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γυναί κα θεωρείται ίση και ισότιμη με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινω νι κής ζωής. || το αντίστοιχο γυναικείο διεκδικητικό κίνημα, που στοχεύει στην κατάργηση κάθε διάκρισης σε βάρος των γυναικών: Οι αρχές / οι κατακτήσεις / οι απόψεις του φεμινισμού. Ο ~ άρχισε να κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα.

[λόγ. < γαλλ. féminisme < λατ. femina `γυναίκα΄ (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες